Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

unidimensionàle (επίθ.) uninèrvio (επίθ.)
unidirezionàle (επίθ.) uninominàle (θηλ. επίθ και ουσ)
unifamiliàre (επίθ.) unióne (θηλ.ουσ)
unificàbile (επίθ.) unionìsmo (ουσ αρσ )
unificàre (ρ. μτβ.) unionìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
unificarsi (ρ.μ. (αντων.)) unìparo (επίθ.)
unificatìvo (επίθ.) unipolàre (επίθ.)
unificàto (επίθ.) unipolo (ουσ αρσ )
unificatóre (ουσ αρσ ) unìre (ρ. μτβ.)
unificatóre (επίθ.) unìrsi (ρ. μ. αμτβ.)
unificazióne (θηλ.ουσ) unisessuàle (επίθ.)
uniformàre (ρ. μτβ.) unisessualità (θηλ.ουσ)
uniformazióne (θηλ.ουσ) unisèx, ùnisex (επίθ.)
unifórme (θηλ.ουσ) unìsono (επίθ.)
unifórme (επίθ.) unìta (θηλ.ουσ)
uniformeménte (επίρ.) unitaménte (επίρ.)
uniformità (θηλ.ουσ) unitariàno (ουσ αρσ )
unigènito (ουσ αρσ ) unitariàno (επίθ.)
unigènito (επίθ.) unitarietà (θηλ.ουσ)
unilabiàto (επίθ.) unitàrio (ουσ αρσ )
unilateràle (επίθ.) unitàrio (επίθ.)
unilateralìsmo (ουσ αρσ ) unitarìsmo (ουσ αρσ )
unilateralità (θηλ.ουσ) unitézza (θηλ.ουσ)
unilateralménte (επίρ.) unìto (αρσ. επίθ και ουσ)
uniloculàre (επίθ.) univàlve (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: