Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόunifórme
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [uniˈforme] η στολή unifórme επίθετο Προσφορά I.P.A.: [uniˈforme] ομοιόμορφος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |