Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


unilateralménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [,unilateralˈmente]

1 μονομερώς
2 χαριστικά
3 ετεροβαρώς
4 μεροληπτικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  unilateralità uniloculare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

unigenito (επίθ.)
unilabiato (επίθ.)
unilaterale (επίθ.)
unilateralismo (ουσ αρσ )
unilateralità (θηλ.ουσ)
unilateralmente (επίρ.)
uniloculare (επίθ.)
uninervio (επίθ.)
uninominale (θηλ. επίθ και ουσ)
unione (θηλ.ουσ)
unionismo (ουσ αρσ )
unionista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
uniparo (επίθ.)
unipolare (επίθ.)
unipolo (ουσ αρσ )
unire (ρ. μτβ.)
unirsi (ρ. μ. αμτβ.)
unisessuale (επίθ.)
unisessualità (θηλ.ουσ)
unisex (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---