Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


unisessuàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,unisessuˈale]

μονοφυλετικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  unirsi unisessualità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

uniparo (επίθ.)
unipolare (επίθ.)
unipolo (ουσ αρσ )
unire (ρ. μτβ.)
unirsi (ρ. μ. αμτβ.)
unisessuale (επίθ.)
unisessualità (θηλ.ουσ)
unisex (επίθ.)
unisono (επίθ.)
unita (θηλ.ουσ)
unitamente (επίρ.)
unitariano (ουσ αρσ )
unitariano (επίθ.)
unitarietà (θηλ.ουσ)
unitario (ουσ αρσ )
unitario (επίθ.)
unitarismo (ουσ αρσ )
unitezza (θηλ.ουσ)
unito (αρσ. επίθ και ουσ)
univalve (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---