ItalianoGreco


unitézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [uniˈtettsa]

1 σταθερότητα
2 συμμόρφωση προς πρότυπο
3 κατάληψη μικρού χώρου
4 κανονικότητα
5 ομοιομορφία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---