Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


unitézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [uniˈtettsa]

1 σταθερότητα
2 συμμόρφωση προς πρότυπο
3 κατάληψη μικρού χώρου
4 κανονικότητα
5 ομοιομορφία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  unitarismo unito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

unitariano (επίθ.)
unitarietà (θηλ.ουσ)
unitario (ουσ αρσ )
unitario (επίθ.)
unitarismo (ουσ αρσ )
unitezza (θηλ.ουσ)
unito (αρσ. επίθ και ουσ)
univalve (επίθ.)
universale (ουσ αρσ )
universale (επίθ.)
universalismo (ουσ αρσ )
universalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
universalistico (επίθ.)
universalità (θηλ.ουσ)
universalizzare (ρ. μτβ.)
universalizzazione (θηλ.ουσ)
universalmente (επίρ.)
universiade (θηλ.ουσ)
università (θηλ.ουσ)
universitario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---