Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


universitàrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [universiˈtarjo]

πανεπιστημιακός φοιτητής

universitàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [universiˈtarjo]

πανεπιστημιακός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  università universo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

universalizzare (ρ. μτβ.)
universalizzazione (θηλ.ουσ)
universalmente (επίρ.)
universiade (θηλ.ουσ)
università (θηλ.ουσ)
universitario (ουσ αρσ )
universitario (επίθ.)
universo (ουσ αρσ )
universo (επίθ.)
univocamente (επίρ.)
univocità (θηλ.ουσ)
univoco (επίθ.)
unno (αρσ. επίθ και ουσ)
uno ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
unticcio (ουσ αρσ )
unticcio (επίθ.)
unto (ουσ αρσ )
unto (επίθ.)
untore (ουσ αρσ )
untume (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---