Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόuntìccio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [unˈtitʧo] 1 λάδι 2 λίπος untìccio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [unˈtitʧo] 1 λιπαρός 2 λαδωμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |