Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόùnto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈunto] 1 μυρωμένος με το άγιο μύρο 2 πάχος 3 λίπος ùnto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈunto] λιγδωμένος (-η, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |