Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόuppercut
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈapperkat], [ˈupperkut] άπερκατ (πυγμαχία) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |