Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


uràngo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [uˈrango]

ουραγκοτάγκος Pongo pygmaeus


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  uralico uraniano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

uppercut (ουσ αρσ )
upupa (θηλ.ουσ)
uragano (ουσ αρσ )
Urali (κύρ.όν.αρσ πληθ.)
uralico (αρσ. επίθ και ουσ)
urango (ουσ αρσ )
uraniano (αρσ. επίθ και ουσ)
uranico (επίθ.)
uranifero (επίθ.)
uraninite (θηλ.ουσ)
uranio (ουσ αρσ )
uranismo (ουσ αρσ )
uranista (ουσ αρσ )
Urano (ουσ αρσ )
uranografia (θηλ.ουσ)
uranografico (επίθ.)
uranografo (ουσ αρσ )
uranometria (θηλ.ουσ)
uranometrico (επίθ.)
uranoscopia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---