Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


uranoscopìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [uranoskoˈpia]

ουρανοσκοπία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  uranometrico uranoscopico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

uranografia (θηλ.ουσ)
uranografico (επίθ.)
uranografo (ουσ αρσ )
uranometria (θηλ.ουσ)
uranometrico (επίθ.)
uranoscopia (θηλ.ουσ)
uranoscopico (επίθ.)
uranoscopo (ουσ αρσ )
urato (ουσ αρσ )
urbanesimo (ουσ αρσ )
urbanista (ουσ αρσ και θηλ.)
urbanistica (θηλ.ουσ)
urbanistico (επίθ.)
urbanità (θηλ.ουσ)
urbanizzare (ρ. μτβ.)
urbanizzazione (θηλ.ουσ)
urbano (επίθ.)
urbe (θηλ.ουσ)
urbinate (ουσ αρσ )
urbinate (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---