Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


uranòscopo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [uraˈnɔskopo]

ψάρι οικογένειας uranoscopidae - Uranoscopus scaber


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  uranoscopico urato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

uranografo (ουσ αρσ )
uranometria (θηλ.ουσ)
uranometrico (επίθ.)
uranoscopia (θηλ.ουσ)
uranoscopico (επίθ.)
uranoscopo (ουσ αρσ )
urato (ουσ αρσ )
urbanesimo (ουσ αρσ )
urbanista (ουσ αρσ και θηλ.)
urbanistica (θηλ.ουσ)
urbanistico (επίθ.)
urbanità (θηλ.ουσ)
urbanizzare (ρ. μτβ.)
urbanizzazione (θηλ.ουσ)
urbano (επίθ.)
urbe (θηλ.ουσ)
urbinate (ουσ αρσ )
urbinate (επίθ.)
urea (θηλ.ουσ)
ureico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---