Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόurbanità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [urbaniˈta] 1 λεπτότητα τρόπων 2 ευγένεια 3 αβρότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |