Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


urbanità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [urbaniˈta]

1 λεπτότητα τρόπων
2 ευγένεια
3 αβρότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  urbanistico urbanizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

urato (ουσ αρσ )
urbanesimo (ουσ αρσ )
urbanista (ουσ αρσ και θηλ.)
urbanistica (θηλ.ουσ)
urbanistico (επίθ.)
urbanità (θηλ.ουσ)
urbanizzare (ρ. μτβ.)
urbanizzazione (θηλ.ουσ)
urbano (επίθ.)
urbe (θηλ.ουσ)
urbinate (ουσ αρσ )
urbinate (επίθ.)
urea (θηλ.ουσ)
ureico (επίθ.)
uremia (θηλ.ουσ)
uremico (ουσ αρσ )
uremico (επίθ.)
urente (αρσ. επίθ και ουσ)
uretano (ουσ αρσ )
uretere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---