Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


urèmico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [uˈrɛmiko]

άρρωστος ουραιμικός

urèmico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [uˈrɛmiko]

ουραιμικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  uremia urente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

urbinate (ουσ αρσ )
urbinate (επίθ.)
urea (θηλ.ουσ)
ureico (επίθ.)
uremia (θηλ.ουσ)
uremico (ουσ αρσ )
uremico (επίθ.)
urente (αρσ. επίθ και ουσ)
uretano (ουσ αρσ )
uretere (ουσ αρσ )
ureterite (θηλ.ουσ)
uretra (θηλ.ουσ)
uretrale (επίθ.)
uretrite (θηλ.ουσ)
uretroscopia (θηλ.ουσ)
uretroscopico (ουσ αρσ πληθ.)
uretroscopio (ουσ αρσ )
urgente (επίθ.)
urgentemente (επίρ.)
urgenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---