Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ureterìte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ureteˈrite]

φλεγμονή του ουρητήρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  uretere uretra  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

uremico (ουσ αρσ )
uremico (επίθ.)
urente (αρσ. επίθ και ουσ)
uretano (ουσ αρσ )
uretere (ουσ αρσ )
ureterite (θηλ.ουσ)
uretra (θηλ.ουσ)
uretrale (επίθ.)
uretrite (θηλ.ουσ)
uretroscopia (θηλ.ουσ)
uretroscopico (ουσ αρσ πληθ.)
uretroscopio (ουσ αρσ )
urgente (επίθ.)
urgentemente (επίρ.)
urgenza (θηλ.ουσ)
urgere (ρ.αμτβ.)
urgere (ρ. μτβ.)
uri, urì (θηλ.ουσ)
uria (θηλ.ουσ)
uricemia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---