Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ùri, urì  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈuri], [uˈri]

ουρί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  urgere uria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

urgente (επίθ.)
urgentemente (επίρ.)
urgenza (θηλ.ουσ)
urgere (ρ.αμτβ.)
urgere (ρ. μτβ.)
uri, urì (θηλ.ουσ)
uria (θηλ.ουσ)
uricemia (θηλ.ουσ)
urico (επίθ.)
urina (θηλ.ουσ)
urinario (επίθ.)
urinifero (επίθ.)
urlare (ρ.αμτβ.)
urlata (θηλ.ουσ)
urlatore (ουσ αρσ )
urlatore (επίθ.)
urlio (ουσ αρσ )
urlo (ουσ αρσ )
urlone (ουσ αρσ )
urna (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---