Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


urlìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [urˈlio]

1 ξεφωνητό
2 θρήνος
3 ούρλιασμα
4 ουρλιαχτό
5 σκούξιμο
6 οδυρμός
7 ολολυγμός
8 ολοφυρμός
9 ολολυγή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  urlatore urlo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

urinifero (επίθ.)
urlare (ρ.αμτβ.)
urlata (θηλ.ουσ)
urlatore (ουσ αρσ )
urlatore (επίθ.)
urlio (ουσ αρσ )
urlo (ουσ αρσ )
urlone (ουσ αρσ )
urna (θηλ.ουσ)
uro (ουσ αρσ )
urobilina (θηλ.ουσ)
urodelo (ουσ αρσ )
urogallo (ουσ αρσ )
urogenitale (επίθ.)
urografia (θηλ.ουσ)
urolitiasi (θηλ.ουσ)
urolito (ουσ αρσ )
urologia (θηλ.ουσ)
urologico (επίθ.)
urologo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---