Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


urlatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [urlaˈtore]

1 τραγουδιστής της ποπ που ουρλιάζει
2 φωνακλάς

urlatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [urlaˈtore]

1 που ουρλιάζει
2 φωνασκών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  urlata urlio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

urina (θηλ.ουσ)
urinario (επίθ.)
urinifero (επίθ.)
urlare (ρ.αμτβ.)
urlata (θηλ.ουσ)
urlatore (ουσ αρσ )
urlatore (επίθ.)
urlio (ουσ αρσ )
urlo (ουσ αρσ )
urlone (ουσ αρσ )
urna (θηλ.ουσ)
uro (ουσ αρσ )
urobilina (θηλ.ουσ)
urodelo (ουσ αρσ )
urogallo (ουσ αρσ )
urogenitale (επίθ.)
urografia (θηλ.ουσ)
urolitiasi (θηλ.ουσ)
urolito (ουσ αρσ )
urologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---