Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


urogenitàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,uroʤeniˈtale]

1 ουρογεννητικός
2 ουρογενετικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  urogallo urografia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

urna (θηλ.ουσ)
uro (ουσ αρσ )
urobilina (θηλ.ουσ)
urodelo (ουσ αρσ )
urogallo (ουσ αρσ )
urogenitale (επίθ.)
urografia (θηλ.ουσ)
urolitiasi (θηλ.ουσ)
urolito (ουσ αρσ )
urologia (θηλ.ουσ)
urologico (επίθ.)
urologo (ουσ αρσ )
uropigio (ουσ αρσ )
uroscopia (θηλ.ουσ)
urotropina (θηλ.ουσ)
urrà (επιφ.)
ursidi (ουσ αρσ πληθ.)
ursone (ουσ αρσ )
urtante (ουσ αρσ )
urtante (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---