Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόurtànte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [urˈtante] 1 ύφαλα πλοίου 2 άκρο νάρκης urtànte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [urˈtante] 1 παροξυντικός 2 ερεθιστικός 3 εκνευριστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |