Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ùrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈurto]

η πρόσκρουση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  urticante urtone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

urtare (ρ. μτβ.)
urtarsi (ρ.μ. (αντων.))
urtata (θηλ.ουσ)
urticacee (θηλ. ουσ πληθ.)
urticante (επίθ.)
urto (ουσ αρσ )
urtone (ουσ αρσ )
urtoterapia (θηλ.ουσ)
uruguaiano (ουσ αρσ )
uruguaiano (επίθ.)
usabile (επίθ.)
usanza (θηλ.ουσ)
usare (ρ. μτβ.)
usato (ουσ αρσ )
usato (επίθ.)
usbeco (ουσ αρσ )
usbeco (επίθ.)
usbergo (ουσ αρσ )
uscente (επίθ.)
usciere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---