Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόurtàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [urˈtata] 1 σύγκρουση 2 σπρωξιά 3 σπρώξιμο 4 χτύπημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |