Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


usàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [uˈzato]

1 κοινό πράγμα
2 μεταχειρισμένο πράγμα

usàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [uˈzato]

μεταχειρισμένος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  usare usbeco  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


mercatino [αρσ.] dell'usato = η αγορά μεταχειρισμένων


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

uruguaiano (ουσ αρσ )
uruguaiano (επίθ.)
usabile (επίθ.)
usanza (θηλ.ουσ)
usare (ρ. μτβ.)
usato (ουσ αρσ )
usato (επίθ.)
usbeco (ουσ αρσ )
usbeco (επίθ.)
usbergo (ουσ αρσ )
uscente (επίθ.)
usciere (ουσ αρσ )
uscio (ουσ αρσ )
uscire (ρ.αμτβ.)
uscita (θηλ.ουσ)
usignolo (ουσ αρσ )
usitato (επίθ.)
uso (ουσ αρσ )
uso (επίθ.)
ussaro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---