Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


uscìta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [uʃˈʃita]

η έξοδος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  uscire usignolo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


uscita [θηλ.] di sicurezza = η έξοδος κινδύνου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

usbergo (ουσ αρσ )
uscente (επίθ.)
usciere (ουσ αρσ )
uscio (ουσ αρσ )
uscire (ρ.αμτβ.)
uscita (θηλ.ουσ)
usignolo (ουσ αρσ )
usitato (επίθ.)
uso (ουσ αρσ )
uso (επίθ.)
ussaro (ουσ αρσ )
ussero (ουσ αρσ )
ussita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ussitismo (ουσ αρσ )
usta (θηλ.ουσ)
ustionare (ρ. μτβ.)
ustionarsi (ρ.μ. (αντων.))
ustione (θηλ.ουσ)
usto (επίθ.)
ustolare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---