Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ussitìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ussiˈtizmo]

θεωρία του Τζον Χους (θρησκευτική αίρεση)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ussita usta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

uso (ουσ αρσ )
uso (επίθ.)
ussaro (ουσ αρσ )
ussero (ουσ αρσ )
ussita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ussitismo (ουσ αρσ )
usta (θηλ.ουσ)
ustionare (ρ. μτβ.)
ustionarsi (ρ.μ. (αντων.))
ustione (θηλ.ουσ)
usto (επίθ.)
ustolare (ρ.αμτβ.)
ustorio (επίθ.)
usuale (επίθ.)
usualità (θηλ.ουσ)
usualmente (επίρ.)
usucapione (θηλ.ουσ)
usucapire (ρ. μτβ.)
usufruire (ρ.αμτβ.)
usufrutto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---