Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ustióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [usˈtjone]

το κάψιμο, το έγκαυμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ustionarsi usto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ussita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ussitismo (ουσ αρσ )
usta (θηλ.ουσ)
ustionare (ρ. μτβ.)
ustionarsi (ρ.μ. (αντων.))
ustione (θηλ.ουσ)
usto (επίθ.)
ustolare (ρ.αμτβ.)
ustorio (επίθ.)
usuale (επίθ.)
usualità (θηλ.ουσ)
usualmente (επίρ.)
usucapione (θηλ.ουσ)
usucapire (ρ. μτβ.)
usufruire (ρ.αμτβ.)
usufrutto (ουσ αρσ )
usufruttuario (αρσ. επίθ και ουσ)
usura (θηλ.ουσ)
usuraio (αρσ. επίθ και ουσ)
usurare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---