Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόusufrùtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [uzuˈfrutto] 1 νομή (νομικά) 2 επικαρπία (νομικά) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |