Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


usufrùtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [uzuˈfrutto]

1 νομή (νομικά)
2 επικαρπία (νομικά)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  usufruire usufruttuario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

usualità (θηλ.ουσ)
usualmente (επίρ.)
usucapione (θηλ.ουσ)
usucapire (ρ. μτβ.)
usufruire (ρ.αμτβ.)
usufrutto (ουσ αρσ )
usufruttuario (αρσ. επίθ και ουσ)
usura (θηλ.ουσ)
usuraio (αρσ. επίθ και ουσ)
usurare (ρ. μτβ.)
usurario (επίθ.)
usurpamento (ουσ αρσ )
usurpare (ρ. μτβ.)
usurpativo (επίθ.)
usurpatore (ουσ αρσ )
usurpazione (θηλ.ουσ)
utensile (ουσ αρσ )
utensileria (θηλ.ουσ)
utente (ουσ αρσ και θηλ.)
utenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---