Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόutensilerìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [utensileˈria] 1 αποθήκη εργαλείων 2 εργαλεία 3 σετ εργαλείων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |