Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόutilitàrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [utiliˈtarjo] 1 ωφελιμιστής 2 χρησιμοθήρας utilitàrio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [utiliˈtarjo] 1 ωφέλιμος 2 πρακτικός 3 λειτουργικός 4 χρησιμοθηρικός 5 ωφελιμιστικός 6 χρηστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |