Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


utilitarìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [utilitaˈrizmo]

1 χρησιμοθηρία
2 ωφελιμισμός
3 ωφελιμοκρατία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  utilitario utilitarista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

utile (επίθ.)
utilità (θηλ.ουσ)
utilitaria (θηλ.ουσ)
utilitario (ουσ αρσ )
utilitario (επίθ.)
utilitarismo (ουσ αρσ )
utilitarista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
utilitaristico (επίθ.)
utilizzabile (επίθ.)
utilizzabilità (θηλ.ουσ)
utilizzare (ρ. μτβ.)
utilizzatore (ουσ αρσ )
utilizzazione (θηλ.ουσ)
utilizzo (ουσ αρσ )
utilmente (επίρ.)
utopia (θηλ.ουσ)
utopico (επίθ.)
utopista (ουσ αρσ και θηλ.)
utopistico (επίθ.)
utricularia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---