Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ùtile  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈutile]

economia το κέρδος

ùtile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈutile]

χρήσιμος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  utero utilità  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


rendersi utile = καθίσταμαι χρήσιμος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

utensileria (θηλ.ουσ)
utente (ουσ αρσ και θηλ.)
utenza (θηλ.ουσ)
uterino (επίθ.)
utero (ουσ αρσ )
utile (ουσ αρσ )
utile (επίθ.)
utilità (θηλ.ουσ)
utilitaria (θηλ.ουσ)
utilitario (ουσ αρσ )
utilitario (επίθ.)
utilitarismo (ουσ αρσ )
utilitarista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
utilitaristico (επίθ.)
utilizzabile (επίθ.)
utilizzabilità (θηλ.ουσ)
utilizzare (ρ. μτβ.)
utilizzatore (ουσ αρσ )
utilizzazione (θηλ.ουσ)
utilizzo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---