usurpàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [uzurˈpare]
1 αρπάζω
2 καπηλεύομαι
3 νοσφίζομαι
4 οικειοποιούμαι
5 σφετερίζομαι
6 αντιποιούμαι
7 ιδιοποιούμαι
8 ενθυλακώνω
9 καταπατώ
10 σφετερίζομαι με τη βία
11 υπεξαιρώ
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [uzurˈpare]
1 αρπάζω
2 καπηλεύομαι
3 νοσφίζομαι
4 οικειοποιούμαι
5 σφετερίζομαι
6 αντιποιούμαι
7 ιδιοποιούμαι
8 ενθυλακώνω
9 καταπατώ
10 σφετερίζομαι με τη βία
11 υπεξαιρώ
permalink
usurpare (ρ. μτβ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android