ItalianoGreco


usurpatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [uzurpaˈtore]

1 νοσφιστής
2 καταχραστής
3 διεκδικητής
4 άρπαγας
5 σφετεριστής
6 καταπατητής
7 οικοπεδοφάγος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---