Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόusufruìre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [uzufruˈire] 1 αποκτώ τη νομή (νομικά) 2 καρπώνομαι την επικαρπία 3 επωφελούμαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |