Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


usualità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [uzualiˈta]

1 πεζότητα
2 κανονικότητα
3 το συνηθισμένο
4 το σύνηθες
5 κοινοτοπία
6 καθημερινότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  usuale usualmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ustione (θηλ.ουσ)
usto (επίθ.)
ustolare (ρ.αμτβ.)
ustorio (επίθ.)
usuale (επίθ.)
usualità (θηλ.ουσ)
usualmente (επίρ.)
usucapione (θηλ.ουσ)
usucapire (ρ. μτβ.)
usufruire (ρ.αμτβ.)
usufrutto (ουσ αρσ )
usufruttuario (αρσ. επίθ και ουσ)
usura (θηλ.ουσ)
usuraio (αρσ. επίθ και ουσ)
usurare (ρ. μτβ.)
usurario (επίθ.)
usurpamento (ουσ αρσ )
usurpare (ρ. μτβ.)
usurpativo (επίθ.)
usurpatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---