Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ùsta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈusta]

1 οσμή
2 ντορός ζώου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ussitismo ustionare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

uso (επίθ.)
ussaro (ουσ αρσ )
ussero (ουσ αρσ )
ussita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ussitismo (ουσ αρσ )
usta (θηλ.ουσ)
ustionare (ρ. μτβ.)
ustionarsi (ρ.μ. (αντων.))
ustione (θηλ.ουσ)
usto (επίθ.)
ustolare (ρ.αμτβ.)
ustorio (επίθ.)
usuale (επίθ.)
usualità (θηλ.ουσ)
usualmente (επίρ.)
usucapione (θηλ.ουσ)
usucapire (ρ. μτβ.)
usufruire (ρ.αμτβ.)
usufrutto (ουσ αρσ )
usufruttuario (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---