ùso
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈuzo]
η χρήση
ùso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈuzo]
1 εθισμένος
2 συνηθισμένος
3 εξοικειωμένος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈuzo]
η χρήση
ùso
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈuzo]
1 εθισμένος
2 συνηθισμένος
3 εξοικειωμένος
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
istruzioni [θηλ. πλυθ.] per l'uso = οι οδηγίες [f.] χρήσεως || norme [θηλ. πλυθ.] per l'uso = οι οδηγίες [f.] χρήσεως || usi [αρσ. πλυθ.] e costumi [αρσ. πλυθ.] = τα ήθη και έθιμα
uso (ουσ αρσ )
uso (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android