Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ùso  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈuzo]

η χρήση

ùso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈuzo]

1 εθισμένος
2 συνηθισμένος
3 εξοικειωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  usitato ussaro  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


istruzioni [θηλ. πλυθ.] per l'uso = οι οδηγίες [f.] χρήσεως || norme [θηλ. πλυθ.] per l'uso = οι οδηγίες [f.] χρήσεως || usi [αρσ. πλυθ.] e costumi [αρσ. πλυθ.] = τα ήθη και έθιμα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

uscio (ουσ αρσ )
uscire (ρ.αμτβ.)
uscita (θηλ.ουσ)
usignolo (ουσ αρσ )
usitato (επίθ.)
uso (ουσ αρσ )
uso (επίθ.)
ussaro (ουσ αρσ )
ussero (ουσ αρσ )
ussita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ussitismo (ουσ αρσ )
usta (θηλ.ουσ)
ustionare (ρ. μτβ.)
ustionarsi (ρ.μ. (αντων.))
ustione (θηλ.ουσ)
usto (επίθ.)
ustolare (ρ.αμτβ.)
ustorio (επίθ.)
usuale (επίθ.)
usualità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---