Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ustionàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ustjoˈnare]

1 καίω
2 ζεματίζω
3 καψαλίζω

ustionarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ustjoˈnarsi]

1 καψαλίζομαι
2 καίγομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  usta ustione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ussaro (ουσ αρσ )
ussero (ουσ αρσ )
ussita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ussitismo (ουσ αρσ )
usta (θηλ.ουσ)
ustionare (ρ. μτβ.)
ustionarsi (ρ.μ. (αντων.))
ustione (θηλ.ουσ)
usto (επίθ.)
ustolare (ρ.αμτβ.)
ustorio (επίθ.)
usuale (επίθ.)
usualità (θηλ.ουσ)
usualmente (επίρ.)
usucapione (θηλ.ουσ)
usucapire (ρ. μτβ.)
usufruire (ρ.αμτβ.)
usufrutto (ουσ αρσ )
usufruttuario (αρσ. επίθ και ουσ)
usura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---