Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόusbèrgo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [uzˈbɛrgo] 1 αιγίδα 2 προστασία 3 άμυνα 4 αλυσιδωτός θώρακας 12ου αιώνα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |