Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


usbèco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [uzˈbɛko]

Ουζμπέκος

usbèco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [uzˈbɛko]

ο των Ουζμπέκων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  usato usbergo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

usabile (επίθ.)
usanza (θηλ.ουσ)
usare (ρ. μτβ.)
usato (ουσ αρσ )
usato (επίθ.)
usbeco (ουσ αρσ )
usbeco (επίθ.)
usbergo (ουσ αρσ )
uscente (επίθ.)
usciere (ουσ αρσ )
uscio (ουσ αρσ )
uscire (ρ.αμτβ.)
uscita (θηλ.ουσ)
usignolo (ουσ αρσ )
usitato (επίθ.)
uso (ουσ αρσ )
uso (επίθ.)
ussaro (ουσ αρσ )
ussero (ουσ αρσ )
ussita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---