Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόusbèco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [uzˈbɛko] Ουζμπέκος usbèco επίθετο Προσφορά I.P.A.: [uzˈbɛko] ο των Ουζμπέκων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |