Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


uscènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [uʃˈʃɛnte]

1 απερχόμενος
2 εξερχόμενος
3 λήγων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  usbergo usciere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

usato (ουσ αρσ )
usato (επίθ.)
usbeco (ουσ αρσ )
usbeco (επίθ.)
usbergo (ουσ αρσ )
uscente (επίθ.)
usciere (ουσ αρσ )
uscio (ουσ αρσ )
uscire (ρ.αμτβ.)
uscita (θηλ.ουσ)
usignolo (ουσ αρσ )
usitato (επίθ.)
uso (ουσ αρσ )
uso (επίθ.)
ussaro (ουσ αρσ )
ussero (ουσ αρσ )
ussita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
ussitismo (ουσ αρσ )
usta (θηλ.ουσ)
ustionare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---