Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ùro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈuro]

βούβαλος Bos primigenius


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  urna urobilina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

urlatore (επίθ.)
urlio (ουσ αρσ )
urlo (ουσ αρσ )
urlone (ουσ αρσ )
urna (θηλ.ουσ)
uro (ουσ αρσ )
urobilina (θηλ.ουσ)
urodelo (ουσ αρσ )
urogallo (ουσ αρσ )
urogenitale (επίθ.)
urografia (θηλ.ουσ)
urolitiasi (θηλ.ουσ)
urolito (ουσ αρσ )
urologia (θηλ.ουσ)
urologico (επίθ.)
urologo (ουσ αρσ )
uropigio (ουσ αρσ )
uroscopia (θηλ.ουσ)
urotropina (θηλ.ουσ)
urrà (επιφ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---