Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόurinàrio
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [uriˈnarjo] 1 ουροποιητικός 2 ουροφόρος 3 ουροδόχος 4 ουρητικός 5 ουρικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |