Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ùrgere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈurʤere]

1 καίγομαι
2 βιάζομαι
3 επείγομαι

ùrgere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈurʤere]

πιέζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  urgenza uri, urì  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

uretroscopico (ουσ αρσ πληθ.)
uretroscopio (ουσ αρσ )
urgente (επίθ.)
urgentemente (επίρ.)
urgenza (θηλ.ουσ)
urgere (ρ.αμτβ.)
urgere (ρ. μτβ.)
uri, urì (θηλ.ουσ)
uria (θηλ.ουσ)
uricemia (θηλ.ουσ)
urico (επίθ.)
urina (θηλ.ουσ)
urinario (επίθ.)
urinifero (επίθ.)
urlare (ρ.αμτβ.)
urlata (θηλ.ουσ)
urlatore (ουσ αρσ )
urlatore (επίθ.)
urlio (ουσ αρσ )
urlo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---