Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


urgènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [urˈʤɛntsa]

το επείγων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  urgentemente urgere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

uretroscopia (θηλ.ουσ)
uretroscopico (ουσ αρσ πληθ.)
uretroscopio (ουσ αρσ )
urgente (επίθ.)
urgentemente (επίρ.)
urgenza (θηλ.ουσ)
urgere (ρ.αμτβ.)
urgere (ρ. μτβ.)
uri, urì (θηλ.ουσ)
uria (θηλ.ουσ)
uricemia (θηλ.ουσ)
urico (επίθ.)
urina (θηλ.ουσ)
urinario (επίθ.)
urinifero (επίθ.)
urlare (ρ.αμτβ.)
urlata (θηλ.ουσ)
urlatore (ουσ αρσ )
urlatore (επίθ.)
urlio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---