Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


uòvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈwɔvo]

το αυγό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  uosa uppercut  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


uova [θηλ. πλυθ.] strapazzate = η ομελέτα || uovo [αρσ.] alla coque = το μελάτο αυγό || uovo [αρσ.] all'occhio di bue [αρσ.] = το αυγό μάτι || uovo [αρσ.] fritto = το τηγανητό αυγό || uovo [αρσ.] sbattuto = το χτυπητό αυγό || uovo [αρσ.] sodo = το βραστό αυγό, το σγικτό αυγό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

untuoso (επίθ.)
unzione (θηλ.ουσ)
uomo (ουσ αρσ )
uopo (ουσ αρσ )
uosa (θηλ.ουσ)
uovo (ουσ αρσ )
uppercut (ουσ αρσ )
upupa (θηλ.ουσ)
uragano (ουσ αρσ )
Urali (κύρ.όν.αρσ πληθ.)
uralico (αρσ. επίθ και ουσ)
urango (ουσ αρσ )
uraniano (αρσ. επίθ και ουσ)
uranico (επίθ.)
uranifero (επίθ.)
uraninite (θηλ.ουσ)
uranio (ουσ αρσ )
uranismo (ουσ αρσ )
uranista (ουσ αρσ )
Urano (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---