Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόuòmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈwɔmo] 1 (persona) ο άνθρωπος 2 (maschio) ο άντρας permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαabbigliamento [αρσ.] da uomo = τα ανδρικά ρούχα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |