Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


untuosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [untuosiˈta]

1 υποκρισία σε τρόπους ή γλώσσα
2 υποκριτική επίδειξη ζήλου
3 μειλιχιότητα υποκριτική
4 λιπαρότητα
5 λίγδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  untuosamente untuoso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

unto (ουσ αρσ )
unto (επίθ.)
untore (ουσ αρσ )
untume (ουσ αρσ )
untuosamente (επίρ.)
untuosità (θηλ.ουσ)
untuoso (επίθ.)
unzione (θηλ.ουσ)
uomo (ουσ αρσ )
uopo (ουσ αρσ )
uosa (θηλ.ουσ)
uovo (ουσ αρσ )
uppercut (ουσ αρσ )
upupa (θηλ.ουσ)
uragano (ουσ αρσ )
Urali (κύρ.όν.αρσ πληθ.)
uralico (αρσ. επίθ και ουσ)
urango (ουσ αρσ )
uraniano (αρσ. επίθ και ουσ)
uranico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---