Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


universalizzazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [universaliddzatˈtsjone]

1 γενίκευση
2 γενικότητα
3 παγκοσμιοποίηση
4 καθολίκευση
5 οικουμενικοποίηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  universalizzare universalmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

universalismo (ουσ αρσ )
universalista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
universalistico (επίθ.)
universalità (θηλ.ουσ)
universalizzare (ρ. μτβ.)
universalizzazione (θηλ.ουσ)
universalmente (επίρ.)
universiade (θηλ.ουσ)
università (θηλ.ουσ)
universitario (ουσ αρσ )
universitario (επίθ.)
universo (ουσ αρσ )
universo (επίθ.)
univocamente (επίρ.)
univocità (θηλ.ουσ)
univoco (επίθ.)
unno (αρσ. επίθ και ουσ)
uno ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
unticcio (ουσ αρσ )
unticcio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---