Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόuniversalizzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [universalidˈdzare] 1 καθολικεύω 2 κάνω κάτι παγκόσμιο 3 γενικεύω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |